Ο Γιάννης Ρίτσος της Ρωμιοσύνης, των κοινωνικών αγώνων, των υψηλών φρονημάτων, της υπεροχής ελληνικής ποίησης και της κορωνίδας της ελληνικής διανόησης πέθανε μια μέρα σαν σήμερα το 1990 αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο έργο για τους ανθρώπους που τα βάζουν με την αλλοτρίωση και που διεκδικούν τα μεγάλα.
Το έργο του αποτελείται από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα και έχει δημιουργήσει τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια ποίηση. Ο ποιητής ήταν δηλωμένος κομμουνιστής και μεταξύ άλλων διεθνών βραβείων είχε λάβει βραβείο Λένιν, για την ποίηση του. Για πολλούς αυτό του κόστισε το βραβείο Νόμπελ τη χρονιά που αυτό απονεμήθηκε σε έναν άλλο τεράστιο ποιητή τον Οδ. Ελύτη. Μάλιστα λέγεται ότι όταν έγινε γνωστή, στην Ελλάδα, η βράβευση του Οδ. Ελύτη με το Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία, ο Γ. Ρίτσος είπε μεγαλόψυχα : «δεν είναι τιμή για τον Ελύτη, είναι τιμή για το Νόμπελ».
Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
-Τα ερωτικά
Το 1936 γράφει τον «Επιτάφιο», ένα έργο – θρήνο έπειτα από τις αιματηρές ταραχές στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια καπνεργατικής απεργίας.
Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;
-Επιτάφιος
Τα χρόνια της κατοχής, ο Ρίτσος ήταν κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στις δράσεις του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ίσως το δημοφιλέστερο ποίημα του, το οποίο μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.
-Ρωμιοσύνη
Για το μεγάλο ποιητή Λουί Αραγκόν (1897-1982), ο Γ. Ρίτσος ήταν ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού του που βρίσκονται στη ζωή, ήταν μια ιδιοφυία. Ένας υπερβατικός νους που μοιράστηκε το χάρισμά του διοχετεύοντάς το στην κοινωνική δράση, ήταν υμνητής των αδικημένων της γής, ένας κοσμικός διανοούμενος, ένας αγωνιστής του καιρού του και όλων των καιρών.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
-Σονάτα του Σεληνόφωτος