Γράφει η Ελένη Δουρίδα
Σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς, την τελευταία χρονιά έχουμε αισθανθεί ότι
βρισκόμαστε σε μια πραγματικότητα, η οποία δεν μας επιτρέπει, τουλάχιστον όσο
θα θέλαμε, να απολαύσουμε τις οικογένειες μας, τους φίλους μας και γενικότερα
τους ανθρώπους εκείνους που θα επιθυμούσαμε να βρίσκονται κοντά μας. Οι
συνθήκες της σύγχρονης ζωής, αλλά και τα νέα δεδομένα που προστέθηκαν τους
τελευταίους μήνες λόγω του covid-19, μας ωθούν όλο και περισσότερο στο να
απομακρυνόμαστε, να δουλεύουμε «από απόσταση», να έχουμε όλο και λιγότερες
ευκαιρίες να δημιουργούμε στενές σχέσεις. Αυτή η απομάκρυνση από την αίσθηση
του «κοινωνικού ανήκειν», οδηγεί τελικά και σε μια βαθύτερη συναισθηματική
αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό. Πολλές φορές λοιπόν, παρατηρείται μια
αντικατάσταση του συναισθηματικού δεσμού και της αίσθησης της αλληλεγγύης
που αποζητάμε από την κοινωνία, στην ρομαντική αγάπη.
Υπό την έννοια αυτή, η ρομαντική αγάπη εξιδανικεύεται, καθώς «σπάει» τις
αβάσταχτες αλυσίδες της μοναξιάς και ταυτόχρονα υπερ-προβάλλεται ως μια
«σταθερά» που οδηγεί στην ψευδαίσθηση της ευτυχίας και της αποδοχής από το
ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι λοιπόν, τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: «Τελικά, τι
επιλέγουμε; Μια ρομαντική αγάπη που ικανοποιεί εμάς ή την ευκαιρία να
βιώσουμε μια ρομαντική αγάπη, όπως την ονειρεύονται οι άλλοι;».
Και στις δύο περιπτώσεις, οι εμπειρίες που έχει βιώσει ο εαυτός καθορίζουν σε
μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αποφασίζουμε, τόσο συνειδητά όσο και ασυνείδητα,
να πορευτούμε στη ζωή μας. Αν ο εαυτός είναι φροντισμένος, έχει λάβει αγάπη και
αποδοχή κατά τα πρώτα έτη, τότε πιθανώς να διαθέτει αποθέματα
συναισθηματικής πληρότητας και κατανόησης ικανά για να «αγκαλιάσει» τους
γύρω του. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εαυτός πεινά για αγάπη, αισθάνεται
παραδομένος στον φόβο κι εξαρτημένος από την ενοχή, τότε χρειάζεται να τον
αναθρέψουμε εκ νέου. Δηλαδή, πριν προχωρήσει στην ενηλικίωσή του, να γίνει και
πάλι παιδί, να αναβιώσει τα συναισθήματα εκείνα που στην παιδική του ηλικία
καθόριζαν τις σχέσεις του, να τα αναγνωρίσει και να τα απελευθερώσει από μέσα
του, προχωρώντας έτσι προς την αληθινή εξέλιξή του.
Στον δρόμο προς την εξέλιξη, παρατηρείται ότι είναι αρκετά συχνό να
αποφεύγουμε την στροφή προς το εσωτερικό του εαυτού μας και να επενδύουμε σε
πολιτικά, ιδεολογικά, επιστημονικά κι άλλα υποκατάστατα, έχοντας την
ψευδαίσθηση ότι με αυτό τον τρόπο είμαστε ασφαλείς. Ή άλλοτε πάλι, στην
προσπάθεια μας να αποφύγουμε την επαφή με τα πραγματικά μας συναισθήματα
και τα ειλικρινή «θέλω» μας, κατασκευάζουμε δικαιολογίες και εμπόδια που δεν
μας αφήνουν να δούμε καθαρά τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας και αντ’αυτού
προκειμένου να ικανοποιηθούμε αποζητούμε εμμονικά την αλλαγή των γύρω μας.
Ίσως τελικά, η περίοδος που διανύουμε να αποτελεί μια ευκαιρία αφύπνισης
και συνειδητοποίησης της ανάγκης μας για επικοινωνία, αποδοχή, φροντίδα και
αγάπη… Ίσως, αν αρχίζαμε να φροντίζουμε και να αγαπάμε οι ίδιοι τον εαυτό μας,τότε να μπορέσουν να τον φροντίσουν και να τον αγαπήσουν κι οι άλλοι. Πώς
αλλιώς μπορεί να γίνει άλλωστε σε έναν κόσμο, αν λείπει η αγάπη;